- σόι
- το, γεν. σογιού, ονομ. πληθ. σόγια, Ν1. γένος, καταγωγή2. το σύνολο τών ατόμων που συνδέονται με συγγενικούς δεσμούς, συγγενολόι3. (για ζώα και φυτά) είδος, ποικιλία4. είδος, ποιόν («δεν μπορώ να καταλάβω τί σόι πατέρας είναι αυτός»5. (κοινων.-ανθρωπολ.) απόδοση στα ελληνικά τού διεθνούς όρου τής κοινωνικής ανθρωπολογίας clan, η οποία όμως δεν έχει γίνει γενικά αποδεκτή, δεδομένου ότι πολλοί τόν θεωρούν ως αμετάφραστο και τόν χρησιμοποιούν με την ελληνική μεταγραφή του κλαν6. φρ. α) «είναι από σόι» — κατάγεται από μεγάλη οικογένειαβ) «σόι πάει [ή τραβάει] το βασίλειο» τα μέλη τής ίδιας οικογένειας εμφανίζουν τα ίδια χαρακτηριστικά γνωρίσματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. soy].
Dictionary of Greek. 2013.